- χοροιμανία
- χοροι-μᾰνία, poet. [suff] χοροι-ίη, ἡ,A furious dancing, APl.4.289.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοροιμανία — ἡ, Α [χοροιμανής] (επικ. τ.) η χορομανία … Dictionary of Greek
χοροιμανίης — χοροιμανία furious dancing fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)